ψηφοθήρας

ψηφοθήρας
ο
αυτός που ψάχνει για ψήφους, αυτός που κυνηγάει ψήφους για τον εαυτό του ή για άλλον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψηφοθήρας — ο, Ν άτομο που θηρεύει ψήφους, που επιδιώκει, συνήθως με μη έντιμα μέσα, να προσεταιριστεί ψηφοφόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γουλ. Ιωαννίδη] …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθηρία — η, Ν το να επιδιώκει κανείς να επηρεάσει τους ψηφοφόρους και να τους προσεταιριστεί με μη έντιμα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Μάμουκα] …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθηρώ — έω, Ν θηρεύω ψήφους, διενεργώ ψηφοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθηρώ — είμαι ψηφοθήρας, επιδιώκω να κερδίσω ψήφους για τον εαυτό μου ή για άλλους που υποστηρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”